βράκα

βράκα
η
φαρδύ αντρικό ή γυναικείο παντελόνι, σαλβάρι: Παλιά στα νησιά οι άντρες φορούσαν βράκες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βράκα — βράκᾱ , βράκος long robe neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βράκα — Αντρικό ή γυναικείο ευρύχωρο ένδυμα που περιβάλλει το σώμα από τη μέση έως τα γόνατα ή τους αστραγάλους. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική braca. Χαρακτηριστική θεωρείται η κρητική β., που εμφανίστηκε στο νησί στις αρχές του 16ου αι. Φαίνεται ότι …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • брачина — вид шелковой ткани , только русск. цслав. брачина (с XII в.), др. серб. брачинь – то же (XV – XVI вв.). По семантическим соображениям неприемлемо популярное объяснение из лат. brāca штаны, шаровары (напр., Бернекер 1, 80; Маценауэр 20) или из ср …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • βρακοζώνα — η και βρακοζώνι, το (Μ βρακοζώνι) ζώνη από σκοινί ή ύφασμα με την οποία σφίγγεται η βράκα ή το βρακί (το εσώρουχο) στη μέση του σώματος νεοελλ. φρ. 1. «τον έχει δεμένο στο βρακοζώνι της» του επιβάλλει τη θέλησή της 2. «λόγια της βρακοζώνας»… …   Dictionary of Greek

  • ευρωπαϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ευρώπη ή στους Ευρωπαίους (α. «ευρωπαϊκές χώρες» β. «ευρωπαϊκή ιστορία» γ. «ευρωπαϊκός πολιτισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ευρωπαϊκά η ανδρική ενδυμασία με σακάκι και μακρύ παντελόνι, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”